- κραυγή
- η (AM κραυγή)1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ.γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους ἀπελαύνειν ἀπὸ τοῡ βήματος ταῑς κραυγαῑς», Αισχίν.)2. (για σκύλο) γάβγισμα3. (για κόρακα) κρωγμόςαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) παιδική ασθένεια2. φρ. α. «κραυγὴ Καλλιόπης» — λέγεται ως παράδειγμα ακαλαισθησίαςβ. «κραυγὴν τίθημι» ή «κραυγὴν ἵστημι» ή «κραυγὴν ποιῶ» ή «κραυγῆ χρῶμαι» — κραυγάζω, βάζω τις φωνές, βγάζω κραυγές.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σχηματισμός τής λ. οφείλεται σε ονοματοποιία, οπότε ανάγεται πιθ. σε παρεκτεταμένο τ. *kraug- (< ΙΕ ρίζα *ker- «ηχομίμηση βραχνών κραυγών πτηνών») και συνδέεται με κόραξ, κορώνη, κράζω και με λ. γερμανικές και βαλτοσλαβικές, πρβλ. αρχ. νορβ. hraukr «κραυγός», γοτθ. hrūk «φωνή τού κόκορα», λιθουαν. kraukiu «κρώζω», ρωσ. kruk «κόρακας», αρχ. ινδ. krośati «κραυγάζω». Το θέμα τής λ. κραυγ- εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κραῡγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι.ΠΑΡ. κραυγάζωαρχ.κραύγαζος, κραυγανώμαι, κραυγάρης, κραυγίας, κραυγός, κραυγόναρχ.-μσν.κραύγασοςμσν.κραυγμός].
Dictionary of Greek. 2013.